Η οφθαλμολογική εξέταση δεν αφορά μόνο την όρασή μας , αλλά συνολικά την υγεία μας.  Οι οφθαλμοί είναι θα λέγαμε ένα ζωντανό παράθυρο , μέσα από το οποίο μπορούμε να διαπιστώσουμε σε τι κατάσταση βρίσκονται τα αγγεία , τα νεύρα και γενικότερα όλες οι ιστολογικές δομές που διατρέχουν το ανθρώπινο σώμα. Προβλήματα τα οποία εντοπίζονται στους οφθαλμούς αποτελούν πολύ συχνά τα πρώτα σημάδια νοσημάτων που υποβόσκουν και αναπτύσσονται αθόρυβα σε οποιοδήποτε σημείο του ανθρώπινου οργανισμού. Παρακάτω παραθέτουμε μερικές από τις σημαντικότερες παθολογικές καταστάσεις που μπορεί να ανακαλύψει ο οφθαλμίατρος κατά τη διάρκεια ενός οφθαλμολογικού ελέγχου ρουτίνας.

Εγκεφαλικοί όγκοι (καλοήθεις ή κακοήθεις): αποτελούν χωροκατακτητικές εξεργασίες και επομένως κατά τη διάρκεια ανάπτυξής τους σίγουρα θα αυξήσουν την ενδοκράνια πίεση του εγκεφάλου. Αυτό με τη σειρά του θα προκαλέσει οίδημα στη διαδρομή του οπτικού νεύρου , κάτι το οποίο εύκολα μπορεί να διαγνωστεί ως οίδημα της κεφαλής του οπτικού νεύρου (ή της οπτικής θηλής) κατά τη βυθοσκόπηση. Σε αυτή την περίπτωση χαρακτηριστικά συμπτώματα μπορεί να είναι η θολή όραση , η απώλεια οπτικού πεδίου και η ανισοκορία.

Κακοήθη νοσήματα (αιματολογικά , δέρματος , κ.α.). Πολυάριθμα κακοήθη νοσήματα είναι δυνατό να ανιχνευθούν και τελικά να διαγνωστούν κατά τη διάρκεια ενός οφθαλμολογικού ελέγχου. Για παράδειγμα ένας δερματολογικός καρκίνος μπορεί να προσβάλλει τα βλέφαρα , όπως είναι το ακανθοκυτταρικό καρκίνωμα , το βασικοκυτταρικό καρκίνωμα , ή ακόμα και ένα μελάνωμα. Οι διάφορες μορφές λευχαιμίας είναι δυνατό να δώσουν ευρήματα και αλλοιώσεις στο βυθό του οφθαλμού εντοπιζόμενες κατά τη βυθοσκόπηση. Στους οφθαλμούς είναι επίσης πιθανό να εντοπιστούν και μεταστατικές εστίες από πρωτοπαθείς καρκίνους στο μαστό , στο ήπαρ ή και σε άλλα εσωτερικά όργανα του σώματος.

Σακχαρώδης διαβήτης: ανεξάρτητα από τον τύπο του (Ι και ΙΙ) ο Σ/Δ χαρακτηρίζεται από την προσβολή μικρών αγγείων (διαβητική μικροαγγειοπάθεια) και σταδιακά μεγαλύτερων (μακροαγγειοπάθεια) και την προσβολή νεύρων (διαβητική νευροπάθεια). Στο πλαίσιο αυτό είναι δυνατό κατά τη βυθοσκόπηση να  εντοπιστούν άλλοτε άλλου σταδίου αλλοιώσεις διαβητικής αμφιβληστροειδοπάθειας   και ο ασθενής να διαγνωστεί τελικά με Σ/Δ.

Γιγαντοκυτταρική αρτηριίτιδα: πρόκειται για αυτοάνοσο φλεγμονώδες νόσημα που αφορά κυρίως τις μέσου μεγέθους αρτηρίες του σώματος. Ισχαιμική προσβολή της κεφαλής του οπτικού νεύρου (πρόσθια ισχαιμική οπτική νευροπάθεια) μπορεί να οδηγήσει στην έγκαιρη διάγνωση και έναρξη θεραπείας της νόσου.

Αρτηριακή υπέρταση: η βυθοσκόπηση αποτελεί ένα επίσης σημαντικό εργαλείο είτε στην αρχική διάγνωση μιας υπέρτασης , είτε στον εντοπισμό ασθενούς με μακροχρόνια όχι καλά ρυθμισμένη αρτηριακή πίεση. Ταυτόχρονα και με τον ίδιο τρόπο μπορεί να ανιχνευθούν και αγγειακές αλλοιώσεις που υποδηλώνουν υπερχοληστερολαιμία (αθηρωματική νόσος).

Συστηματικός ερυθηματώδης λύκος (ΣΕΛ): αυτοάνοσο πολυοργανικό νόσημα , η αρχική διάγνωση του οποίου μπορεί να επιτευχθεί με τον εντοπισμό χαρακτηριστικών βλαβών είτε στο πρόσθιο είτε στο οπίσθιο ημιμόριο του οφθαλμού. Τα ίδια ακριβώς ισχύουν και για  τη Σαρκοείδωση  , επίσης αυτοάνοσο συστηματικό νόσημα.

Απομυελινωτική νόσος του εγκεφάλου , γνωστή και ως πολλαπλή σκλήρυνση (MS): πρόκειται για πιθανώς αυτοάνοση προσβολή του κεντρικού νευρικού συστήματος , ακόμη και σε νεαρές ηλικίες , με ευρεία γκάμα νευρολογικών συμπτωμάτων  , συνήθως χρόνια και βραδεία εξέλιξη  , που μπορεί να οδηγήσει σε βαριά αναπηρία του ασθενούς σε περίπτωση μή έγκαιρης έναρξης ή όχι καλής απάντησης στη θεραπευτική αγωγή. Η προσβολή του οπτικού νεύρου αποτελεί συχνά την πρώτη εκδήλωση της νόσου , όπως επίσης και η προσβολή των οφθαλμοκινητικών νεύρων  , και ως εκ τούτου η συμβολή του οφθαλμιάτρου στην έγκαιρη διάγνωση της MS είναι πολύτιμη.

Μυασθένεια Gravis: είναι μια σοβαρή αυτοάνοση διαταραχή που προσβάλλει τη λειτουργία της νευρομυικής σύναψης με αποτέλεσμα σημαντικά κινητικά προβλήματα του ασθενούς , ή ακόμη και απειλητικά για τη ζωή του σε περίπτωση ανεπάρκειας των αναπνευστικών μυών. Ο οφθαλμίατρος μπορεί να είναι ο πρώτος που θα συμβάλλει στην αρχική διάγνωση της ασθένειας αυτής με χαρακτηριστικά ευρήματα την προϊούσα βλεφαρόπτωση και τη διπλωπία ( όταν προσβάλλονται οι οφθαλμοκινητικοί μύες).

Ρευματοειδής αρθρίτιδα: πολύ γνωστό αυτοάνοσο νόσημα με χαρακτηριστική επίπονη προσβολή των αρθρώσεων με την ηλικία έναρξης να ποικίλλει αρκετά. Διαφόρου βαθμού και έκτασης φλεγμονή του σκληρού (επισκληρίτιδα) και του χοριοειδούς χιτώνα (ραγοειδίτιδα) του οφθαλμού μπορεί να αποτελούν την πρώτη εκδήλωση της νόσου και να οδηγήσουν στην έγκαιρη διάγνωσή της.

Η διάγνωση διαφόρων τύπων αγγειακών αποφράξεων στο βυθό του οφθαλμού   όπως είναι η απόφραξη της κεντρικής αρτηρίας του αμφιβληστροειδούς (CRAO) ή η κλαδική αρτηριακή απόφραξη (BRAO) καθώς  και η απόφραξη της κεντρικής φλέβας του αμφ/δούς (CRVO) ή η κλαδική φλεβική απόφραξη (BRVO) είναι πολύτιμη στο να ανιχνευθούν: αιματολογικά νοσήματα όπως η δρεπανοκυτταρική αναιμία  , η πολυκυτταραιμία  κ.α. και σοβαρές καρδιοπάθειες-βαλβιδοπάθειες.

Νοσήματα θυρεοειδούς: η λεγόμενη δυσθυρεοειδική οφθαλμοπάθεια αποτελεί την πρώτη ή παράλληλη εκδήλωση αυτής της νοσολογικής ομάδας. Χαρακτηρίζεται  από προσβολή των μαλακών μορίων του οφθαλμικού κόγχου- κυρίως του λιπώδους και του μυικού ιστού – με αποτέλεσμα την εκσεσημασμένη πολλές φορές πρόπτωση του βολβού (εξόφθαλμος) και επακόλουθα σοβαρά οφθαλμολογικά προβλήματα.

 Σύνδρομο Sjögren:  πρόκειται για αυτοάνοση προσβολή των εξωκρινών αδένων του σώματος με προεξάρχουσα αυτή των σιελογόνων αδένων και του δακρυικού αδένα . Επομένως η επισταμένη προσέγγιση από τον οφθαλμίατρο μιας έντονης και επίμονης ξηροφθαλμίας του ασθενούς , μπορεί να οδηγήσει στη διάγνωση του συνδρόμου.

Λοιμώδη νοσήματα όπως η τοξοπλάσμωση και το σύνδρομο επίκτητης ανοσολογικής ανεπάρκειας (HIV) είναι δυνατό να πρωτοδιαγνωστούν  στα πλαίσια οφθαλμολογικού ελέγχου από τις χαρακτηριστικές χοριοαμφιβληστροειδικές αλλοιώσεις που προκαλούνται.

Ποικίλες εκδηλώσεις-ευρήματα από τον οφθαλμό , όπως επιπεφυκίτιδες , κερατίτιδες ή ακόμη και προσβολή του οπτικού νεύρου και της ωχράς κηλίδας είναι δυνατό να είναι το αποτέλεσμα τοξικότητας φαρμάκων , οδηγώντας στην έγκαιρη διακοπή ή αντικατάστασή τους από άλλα μη τοξικά.

Για όλους τους παραπάνω λόγους και σύμφωνα με τα διεθνή πρωτόκολλα κρίνεται πλέον επιβεβλημένος ο προληπτικός τακτικός οφθαλμολογικός έλεγχος από την ηλκία των 40 ετών και άνω και πάντα με βάση το ατομικό- οικογενειακό ιατρικό ιστορικό του ασθενούς. Ο βασικός γνώμονας είναι πάντα ένας και μοναδικός: η πρόληψη.

Αφήστε μια απάντηση

Επικοινωνία Εδώ